- λιμενικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό σώμα» — σώμα στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες τού πολεμικού ναυτικούβ. «λιμενικά τέλη» — τα τέλη που εισπράττονται για λογαριασμό τού λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα λιμάνιγ) «λιμενική αρχή» — η κρατική υπηρεσία που διοικεί ένα λιμάνι)2. το αρσ. ως ουσ. ο λιμενικόςα) αξιωματικός, υπαξιωματικός ή άνδρας τού λιμενικού σώματοςβ) εργαζόμενος τής κεντρικής υπηρεσίας ή άλλων ειδικών υπηρεσιών τού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 το Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.